καλοπιάνω

καλοπιάνω
amadouer

Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Regardez d'autres dictionnaires:

  • καλοπιάνω — καλοπιάνω, καλόπιασα βλ. πίν. 1 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • καλοπιάνω — (Μ καλοπιάνω) 1. φέρομαι καλά, κολακεύω κάποιον, τόν πιάνω με το καλό 2. προσπαθώ με ωραία και παρήγορα λόγια να εξευμενίσω κάποιον νεοελλ. 1. πιάνω κάτι καλά, γερά, στερεά 2. (κυρίως στον αόρ. σε αρνητ. πρότ.) φρ. «δεν τό καλόπιασα αυτό που… …   Dictionary of Greek

  • καλοπιάνω — καλόπιασα, καλοπιάστηκα, καλοπιασμένος, κολακεύω κάποιον, τον περιποιούμαι: Με καλοπιάνει για να του δώσω δανεικά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • γαλιφίζω — καλοπιάνω, κολακεύω κάποιον …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αταλός — ἀταλός, ή, όν (Α) Ι. 1. (για νεαρής ηλικίας πρόσωπα ή ζώα) ανάλαφρος, λεπτός, ευαίσθητος 2. νεανικός, ζωηρός 3. τρυφερός, στοργικός 4. υπάκουος, ευπειθής II. επίρρ. ἀταλῶς («ἀταλώτατα παίζει») χορεύει πιο ανάλαφρα στην επιγραφή του Διπύλου).… …   Dictionary of Greek

  • ακαλόπιαστος — η, ο [καλοπιάνω] 1. αυτός που δεν πιάνεται εύκολα με τα χέρια 2. αυτός που δεν τόν έχουν πιάσει με το καλό, δεν τού έχουν φερθεί ευγενικά 3. όποιος δεν παίρνει από καλοπιάσματα, δεν υποχωρεί σε παρακλήσεις, δύστροπος 4. (ζώο) που δεν τιθασεύεται… …   Dictionary of Greek

  • γαλιφεύω — [γαλίφης] κολακεύω, καλοπιάνω με υστεροβουλία …   Dictionary of Greek

  • εκθωπεύω — ἐκθωπεύω (Α) κολακεύω, καλοπιάνω …   Dictionary of Greek

  • θωπεύω — (Α θωπεύω) [θωψ] 1. κολακεύω, καλοπιάνω 2. περιποιούμαι πολύ, παρέχω υπηρεσίες 3. χαϊδεύω, χαϊδολογώ («θωπεύω ίππον») αρχ. 1. (για σκύλο) κάνω χαρές 2. (για ασθένεια) κατευνάζω 3. φρ. «καιρὸν θωπεύω» εκμεταλλεύομαι τις περιστάσεις …   Dictionary of Greek

  • καλ(ο) — (AM καλ[ο]·) α συνθετικό πάμπολλων λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής. Τα σύνθ. στα οποία εμφανίζεται είναι στο σύνολό τους σχεδόν προσδιοριστικού τ. (δηλ. το α συνθετικό προσδιορίζει το β συνθετικό, πρβλ. καλό καρδος, καλο τάξιδος) με… …   Dictionary of Greek

  • καλοκρατώ — (Μ καλοκρατῶ) νεοελλ. 1. κρατώ καλά, στερεά 2. φυλάω με προσοχή κάποιον, προσέχω, διατηρώ επιμελώς μσν. μτφ. καλοπιάνω κάποιον, μιλώ με τρόπο μειλίχιο …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”